-
1 ὀρθό-φρων
ὀρθό-φρων, mit gradem Sinne oder gespannter Seele, Soph. frg. 923, Phot. erkl. ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν.
См. также в других словарях:
ορθόφρων — ον (ΑΜ ὀρθόφρων, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που σκέπτεται λογικά, συνετός, σώφρων μσν. ορθόδοξος* αρχ. (κατά τον Φώτ.) «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῑς φρεσίν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek